ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλκάνι (ουσ. ουδ.) καλκάνι [kalˈkani] Σινασσ. Aπο το τουρκ. ουσ. kalkan dikeni = το φυτό κνίκος η ιεράκανθα, όπου και διαλεκτ. kalkan με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού (THADS, λ. kalkan).
Το φυτό κνίκος η ιεράκανθα (carduus ή cnicus benedictus), είδος τσουκνίδας