καλκάνι
(ουσ. ουδ.)
καλκάνι
[kalˈkani]
Σινασσ.
Aπο το τουρκ. ουσ. kalkan dikeni = το φυτό κνίκος η ιεράκανθα, όπου και διαλεκτ. kalkan με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού (THADS, λ. kalkan).
Το φυτό κνίκος η ιεράκανθα (carduus ή cnicus benedictus), είδος τσουκνίδας