ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλλικευτής (ουσ. αρσ.) καλλιευτής [kaʎeˈftis] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. καβαλλικευτής (Λεξ. Κριαρ.). Πβ. καλλικεύω < καβαλλικεύω.
Καβαλάρης : || Ασμ. -Ξέβαλα το σπαθίdζι μου, μουρμούρι τον εποίκα
-Ας κονdζ̑υλήσει το μαύρο σου, και ας φάγει τον καλλιευτήν του
(-Έβγαλα το σπαθάκι μου, του έφτιαξα τάφο
-Ας σκοντάψει το μαύρο άλογο σου, και ας φάει τον καβαλάρη του)
Τελμ. -Lag.
Συνών. αλογάρης, αλογάτος, ατλής, βορδωνάτος :2, καβαλλάρης