καλοκαίρι
(ουσ. ουδ.)
καλοκαίρ'
[kaloˈcer]
Ανακ., Γούρδ.
καλουτσ̑αίρι
[kaluˈtʃeri]
Μισθ.
καλοτσαίρ'
[kaloˈtser]
Μισθ., Τσαρικ.
καλεκαίρ'
[kaleˈcer]
Ουλαγ.
καλ’καίρ'
[kalˈcer']
Σίλ.
Αρσ.
καλοκαίρης
[kaloˈceris]
Ανακ., Αραβαν., Φλογ.
καλικαίρ'ς
[kaliˈcers]
Μαλακ.
καλοκαίρτς
[kaloˈcerts]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. καλοκαίριον. Ο μεταπλ. ως αρσ. πιθ. με την αναλογική προσθήκη επιρρηματ. -ς, σε χρήσεις ως χρον. επίρρ.
Καλοκαίρι, θέρος. Σημειωτέον ότι το κλίμα της Καππαδοκίας είχε τρεις εποχές, οπότε καλοκαίρι = Μάιος-Αύγουστος
:
Του τζ̑ιρικτσ̑ής μπαγι̂ρντά καλ’καίρ’
(Ο τζίτζικας τραγουδάει το καλοκαίρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Καλ’καιριού ζουλειές έχουμι
(Έχουμε καλοκαιρινές δουλειές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου καλοτσ̑αίρ φύσανιν χουλιού κυριός
(Το καλοκαίρι φύσαγε θερμός αέρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ψύλλ’ πολλά ήτανdε τον καλοκαίρ’
(Υπήρχαν πολλοί ψύλλοι το καλοκαίρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήρτι αψά ντου καλουτσ̑αίρι
(Ήρθε νωρίς το καλοκαίρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Δου καλοτσαίρ' σπέρν'νι δα γαρπούσα
(Το καλοκαίρι σπέρνουν τα καρπούζια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καλοκαίρης ήρτεν άλλο, ξέβαν γιαζιδιού τα έργατα
(Ήρθε πια το καλοκαίρι, άρχισαν οι αγροτικές εργασίες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Μύρ’σεν καλοκαίρης
(Μύρισε καλοκαίρι˙ από τον Φεβρουάριο η καλοκαιρία προμήνυε τον ερχομό του καλοκαιριού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Μ' ένα γκΰλ ντεν έρχεται καλοκαίρης
(Μ' ένα τριαντάφυλλο δεν έρχεται άνοιξη˙ ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
θέρος