καλοκαιριανός
(επίθ.)
καλ'καιριανός
[kalcerʝaˈnos]
Σίλ.
Από το ουσ. καλοκαίρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός.
Καλοκαιρινός
Σίλ.
:
Καλ'καιριανά ρούχα
(Καλοκαιρινά ρούχα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ανοιξιμιός :2, καλοκαιρινός