καλόγερος
(ουσ. αρσ.)
καλόγερος
[kaˈloʝeros]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ.
καλόγιορος
[kaˈloʝoros]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
καλόερος
[kaˈloeros]
Φάρασ.
καλαγέρος
[kalaˈʝeros]
Φάρασ.
καλαέρος
[kalaˈeros]
Φάρασ.
καλόγεροσια
[kaˈloʝerosça]
Φλογ.
Mεσν. ουσ. καλόγερος.
Καλόγερος
ό.π.τ.
:
Εκεί έχισκε τεκέ, έχισκε 40 καλόγερους· ντεβρίσα τα λέισκαν
(Εκεί είχε μοναστήρι, είχε 40 καλόγερους· δερβίσηδες τους έλεγαν)
Αραβαν.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Εγώ ήρτεν ένα καλόγερος, με βάφκισεν και ασ’ το Χριστό πλόμαν χαμηλέ
(Εμένα ήρθε ένας καλόγερος, με βάφτισε και χάρη στον Χριστό έμεινα έγκυος)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.