ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλόγερος (ουσ. αρσ.) καλόγερος [kaˈloʝeros] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ. καλόγιορος [kaˈloʝoros] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. καλόερος [kaˈloeros] Φάρασ. καλαγέρος [kalaˈʝeros] Φάρασ. καλαέρος [kalaˈeros] Φάρασ. καλόγεροσια [kaˈloʝerosça] Φλογ. Mεσν. ουσ. καλόγερος.
Καλόγερος ό.π.τ. : Εκεί έχισκε τεκέ, έχισκε 40 καλόγερους· ντεβρίσα τα λέισκαν (Εκεί είχε μοναστήρι, είχε 40 καλόγερους· δερβίσηδες τους έλεγαν) Αραβαν. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Εγώ ήρτεν ένα καλόγερος, με βάφκισεν και ασ’ το Χριστό πλόμαν χαμηλέ (Εμένα ήρθε ένας καλόγερος, με βάφτισε και χάρη στον Χριστό έμεινα έγκυος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.