καλμπούρι
(ουσ. ουδ.)
καλμπούρ'
[kalˈbur]
Ανακ., Σίλατ.
γαλμπούρι
[ɣalˈburi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kalbur = α) αραιό κόσκινο β) παλαιότ., μονάδα μέτρησης σιτηρών. Η λ. και Θράκ. Ιων. Λέσβ. κ.α.
Αραιό κόσκινο
Συνών.
αδροκόσκινο, αρυκόσκινο, καλμπούρι