ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλνταλάς (ουσ. αρσ.) καλταλάς [kaltaˈlas] Φάρασ. Πληθ. γαλνταλάδε [ɣaldaˈlaðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kalıntı, πληθ. kalıntılar = α) υπόλειμμα, απομεινάρι β) ίχνος.
Τσόφλι, κέλυφος : || Φρ. Έφαες τα τσ̑αρατάδε, 'φήτσ̑ες τα γαλνταλάδε (Έφαγες τα σαλιγκάρια, άφησες τα κελύφη˙ λέγεται για εκείνους που κρατούν τα καλύτερα και αφήνουν τα άχρηστα για τους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. τσέφλο