καλνταλάς
(ουσ. αρσ.)
καλταλάς
[kaltaˈlas]
Φάρασ.
Πληθ.
γαλνταλάδε
[ɣaldaˈlaðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kalıntı, πληθ. kalıntılar = α) υπόλειμμα, απομεινάρι β) ίχνος.
Τσόφλι, κέλυφος
:
|| Φρ.
Έφαες τα τσ̑αρατάδε, 'φήτσ̑ες τα γαλνταλάδε
(Έφαγες τα σαλιγκάρια, άφησες τα κελύφη˙ λέγεται για εκείνους που κρατούν τα καλύτερα και αφήνουν τα άχρηστα για τους άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
τσέφλο