καλιγωτής
(ουσ. αρσ.)
καλιγωτής
[kaliɣoˈtis]
Σινασσ.
Από το ρ. καλιγώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τής.
Πεταλωτής
Συνών.
ναλμπάντης