καλημάνος
(ουσ. αρσ.)
καλημάνους
[kaliˈmanus]
Φάρασ.
Από το ουσ. καλημάνα (καλή + μάνα) με αλλαγή γέν.
Το παρυδάτιο πτηνό καλημάνα (Vanellus vanellus) της οικογενείας των Χαραδριιδών (Charadriidae)