ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάλεσμα (ουσ. ουδ.) κάλεσμα [ˈkalezma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. κάλεμα [ˈkalema] Μισθ., Σίλ. κάλιμα [ˈkalima] Μισθ., Φλογ. Μεσν. ουσ. κάλεσμα.
Κάλεσμα, πρόσκληση, ειδικά σε γάμο ό.π.τ. : Συντέξα φόρ'σεν τα νυφικά τ' τα τσόλια και ξέβεν σο κάλεσμα, στο τέλασμα (Η κουμπάρα φόρεσε τα νυφικά της τα ρούχα και βγήκε στο κάλεσμα, στην γύρα από σπίτι σε σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Γαμουϊού ντο κάλεμα τις να πάει; (Ποιος θα πάει στο κάλεσμα του γάμου;) Μισθ. -Κοτσαν. -Ντου κάλιμα μι τι 'ου σ̑άνιξιτ'; -Μι του γιραχού, μπουκάλ' τσι γιαλούχ' (-Την πρόσκληση του γάμου πώς την κάνατε;-Με μπουκάλι ράκι και μαντήλι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. θέλημα, νταβέτι, τσαγιρμάς :2