καλαντιώτικος
(επίθ.)
Ουδ.
καλαντιώτικου
[kalanˈdʝotiku]
Μαλακ.
Πληθ.
καλανdιώτικα
[kalanˈdʝotika]
Δίλ.
καλαμιώτικα
[kalaˈmɲotika]
Μισθ.
Από το ουσ. κάλαντα και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
Το ουδ. ως ουσ., φιλοδώρημα που δίδεται την πρωτοχρονιά σ' αυτόν που λέει τα κάλαντα
ό.π.τ.