ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαντίζω (ρ.) καλανdίζω [kalanˈdizo] Μαλακ. καλανdι̂́ζω [kalanˈdɯzo] Αξ. Παρατατ. εκαλάdιζα [kaˈladiza] Αξ. Παρατατ. καλάντ'σα [kaˈlantsa] Μαλακ. Από το ουσ. κάλαντα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Λαμβάνω δώρα την Πρωτοχρονιά Μαλακ.
2. Λέω τα κάλαντα Αξ. : ’τον εκαλάdιζαν, τα γερόνια δίνισ̑καν από ένα, κέρατα (Όταν καλαντούσαν (τα παιδιά), οι γέροι έδιναν από ένα, χαρούπια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025