καλαντίζω
(ρ.)
καλανdίζω
[kalanˈdizo]
Μαλακ.
καλανdι̂́ζω
[kalanˈdɯzo]
Αξ.
Από το ουσ. κάλαντα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Λαμβάνω δώρα την Πρωτοχρονιά
Μαλακ.
2. Λέω τα κάλαντα
Αξ.