καλαφάτι
(ουσ. ουδ.)
γαλαφάτ
[ɣalaˈfat]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kalafat = ενδυμασία, εμφάνιση (βλ. Tietze 2016, λ. kalafat IV).
Παρουσιαστικό, εμφάνιση