καλαμπολίθαρο
(ουσ. ουδ.)
καλαμbολίθαρο
[kalamboˈliθaro]
Σινασσ.
Aπό τα ουσ. καλάμι και λιθάρι. Δεν αποκλείεται να αποτελεί παραφθορά του ουσ. καμαρολίθαρο.
βλ.
καμαρολίθαρο
2. Μεγάλο αγκωνάρι σε ρεματιά