ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερπίτσι (ουσ. ουδ.) κ͑ερπ͑ίτσ̑ι [kʰerˈpʰitʃi] Φάρασ. κερπίτσ̑' [cerˈpitʃ] Μπέηκ. κερπίσ̑' [cerˈpeʃ] Ουλαγ. κερπέτσ̑' [cerˈpetʃ] Αξ., Αραβ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ. κερμπέτσ' [cerˈbets] Τροχ. καρπέτσι [karˈpetsi] Τσουχούρ. κιαρπέτσ' [carˈpets] Μισθ. γκιαρπέτσ' [ɟarˈpets] Μισθ. Πληθ. κ͑ερπίτσ̑α [kʰerˈpitʃa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kerpiç = πλίνθος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kirpiş.
Πλίνθος από λάσπη ή κοπριά και άχυρο ό.π.τ. : Μι ντα γκιαρπέτσ̑α χτίνιξαμ' ντα σπίτια (Με τους πλίνθους χτίζαμε τα σπίτια ) Μισθ. -Κοτσαν. Έκοψαμ' κερπίτσ̑α και πούλησαμ' τα (Κόψαμε πλίνθους και τις πουλήσαμε) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Tσ̑αά κάτ' ντε κόβιξαμ' κιαρπέτσ̑α (Εδώ κάτω δέν κόβαμε πλίνθους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είχανι αν χαμηό σπιτόκκου χτισμένου μο τα καρπέτσα (Eίχανε ένα χαμηλό σπιτάκι χτισμένο με πλίνθους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τυρπάτ' ένα κερπέτσ', χαχτάτ' του σου γουργούρι τ' τσι κλουφαρινέτ' ντου σου χωριό (Τρυπήστε μιά πλίνθο, κρεμάστε την στον λαιμό της, και περιφέρετέ την στο χωριό, ενν. για διαπόμπευση) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Κονώνω κερπέτσ̑α (Χύνω πλίνθους˙ Χύνω λάσπη σε καλούπι για να φτιάξω πλίνθους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. καλαμπολίθαρο, τούβλο