κερπίτσι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ερπ͑ίτσ̑ι
[kʰerˈpʰitʃi]
Φάρασ.
κερπίτσ̑'
[cerˈpitʃ]
Μπέηκ.
κερπίσ̑'
[cerˈpeʃ]
Ουλαγ.
κερπέτσ̑'
[cerˈpetʃ]
Αξ., Αραβ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ.
κερμπέτσ'
[cerˈbets]
Τροχ.
καρπέτσι
[karˈpetsi]
Τσουχούρ.
κιαρπέτσ'
[carˈpets]
Μισθ.
γκιαρπέτσ'
[ɟarˈpets]
Μισθ.
Πληθ.
κ͑ερπίτσ̑α
[kʰerˈpitʃa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kerpiç = πλίνθος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kirpiş.
Πλίνθος από λάσπη ή κοπριά και άχυρο
ό.π.τ.
:
Μι ντα γκιαρπέτσ̑α χτίνιξαμ' ντα σπίτια
(Με τους πλίνθους χτίζαμε τα σπίτια )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έκοψαμ' κερπίτσ̑α και πούλησαμ' τα
(Κόψαμε πλίνθους και τις πουλήσαμε)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Tσ̑αά κάτ' ντε κόβιξαμ' κιαρπέτσ̑α
(Εδώ κάτω δέν κόβαμε πλίνθους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είχανι αν χαμηό σπιτόκκου χτισμένου μο τα καρπέτσα
(Eίχανε ένα χαμηλό σπιτάκι χτισμένο με πλίνθους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τυρπάτ' ένα κερπέτσ', χαχτάτ' του σου γουργούρι τ' τσι κλουφαρινέτ' ντου σου χωριό
(Τρυπήστε μιά πλίνθο, κρεμάστε την στον λαιμό της, και περιφέρετέ την στο χωριό, ενν. για διαπόμπευση)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Κονώνω κερπέτσ̑α
(Χύνω πλίνθους˙ Χύνω λάσπη σε καλούπι για να φτιάξω πλίνθους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καλαμπολίθαρο, τούβλο