κερπιτσένιος
(επίθ.)
κιαρπιτσ̑ένιο
[carpiˈtʃeɲo]
Μπέηκ.
Aπό το ουσ. κερπίτσι, όπου και τύπ. κιαρπέτσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος.
Πλίνθινος