κερκένι
(ουσ. ουδ.)
κερκένι
[cerˈceni]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. karkın και kargın = α) αυλάκι β) λακκούβα γ) έλος (THADS, λ. kargın, Tietze 2018, λ. karkın/kargın), πβ. και τον τύπ. καρκάνι = καταβόθρα ή χαράδρα, που απαντά σε πολλά ν.ε. ιδιώματα (αρχείο ΙΛΝΕ).
1. Σπήλαιο, τρώγλη
Σινασσ.
2. Σπίτι
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ.