κερκιλέτημα ( ουσ. ουδ.
)
κερκιλέτημα
[cerciˈletima]
Φάρασ.
κα̈ρκιλα̈́τημα
[cærciˈlætima]
Αφσάρ.
...
κερκιλετίζω
(ρ.)
κερκιλετίζω
[cercileˈtizo]
Φάρασ.
κα̈ρκιλα̈τίζω
[cærcilæˈtizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. gergilemek = τεντώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.