ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερνώ (ρ.) κερνώ [cerˈno] Σινασσ., Τζαλ. κερνάου [cerˈnau] Σίλ. κεράνω [ceˈrano] Μαλακ. κεράζω [ceˈrazo] Φλογ. τσ̑εράζου [tʃeˈrazu] Μισθ. Αόρ. κέρασα [ˈcerasa] Σίλ., Σινασσ. Mεσν. ρ. κερνάω-ῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. κεράννυμι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω βάσει του αορ.
Κερνώ ό.π.τ. : Γέλα να σου κεράσου (Έλα να σε κεράσω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Kέραζάν τα, λέισ̑καν καλά κουβέντες τα γιορόνια (Τους κερνούσαν, έλεγαν καλά λόγια οι γέροι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Άρχισε ασ' τον ταγή σ' τον Σεραφείμ και σειρά σειρά ούλους κέρασ' τους (Άρχισε από τον θείο σου τον Σεραφείμ, και με την σειρά κέρασέ τους όλους) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τσ̑έρασ' τα ούλα τ'νι (Κέρασέ τους όλους) Μισθ. -Κοτσαν. Tους κέρασαμ' γλυκό, καφέ, ήφεραμ' και σέγια (Τους κεράσαμε γλυκό, καφέ, φέραμε και τραταρίσματα) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. -Κερνάτ' τον ξένο μας κρασί. -Εγώ κρασί δεν πγίνω ((-Κεράστε τον ξένο μας κρασί. -Εγώ κρασί δεν πίνω)) Σινασσ. -Λεύκωμα Mπρε ξανθή κόρη, μπροστά που κερνά πίνει.
Eπεσκέφθηκε και πίσω της το ρίχνει
(Βρε ξανθή κόρη, αυτός που κερνά πίνει πρώτος.
(Εκείνη) πρόσεξε καλά και πίσω της το ρίχνει)
Σινασσ. -Παχτ.