ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερήθρα (ουσ. θηλ.) κερήθρα [ceˈriθra] Τροχ. τσερήθρα [tseˈriθra] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κερήθρα, το οπ. από το ουσ. κερί και το παραγωγ. επίθμ. -ήθρα.
Κηρήθρα ό.π.τ. : Τρώιξαμ' ντου μέλ’ μι τ' τσερήθρα (Τρώγαμε το μέλι με την κερήθρα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κεράδι
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025