κερήθρα
(ουσ. θηλ.)
κερήθρα
[ceˈriθra]
Τροχ.
τσερήθρα
[tseˈriθra]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. κερήθρα, το οπ. από το ουσ. κερί και το παραγωγ. επίθμ. -ήθρα.
Κηρήθρα
ό.π.τ.
:
Τρώιξαμ' ντου μέλ' μι τ' τσερήθρα
(Τρώγαμε το μέλι με την κερήθρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κεράδι