ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερβάνι (ουσ. ουδ.) κ͑ερβάνι [kʰerˈvani] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. κερβάν' [cerˈvan] Ανακ., Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ. κερβέν' [cerˈven] Μισθ., Σινασσ. κεβράν' [ceˈvran] Ουλαγ. Νεότ. ουσ. κερβάνι (Mackridge 2021: 200), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kervan (< περσ. kārvān)= καραβάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kevran και kerven.
Kαραβάνι ό.π.τ. : Τσ̑ειότουν 'ς ένα χάν' ντου κερβάν' (Ήταν σ' ένα χάνι το καραβάνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ἠρτεν 'να κερβάν' ασ' το χωριό όξω (Ήρθε ένα καραβάνι έξω από το χωριό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Κερβάν κιράν (Η καταστροφή του καραβανιού˙ ο Αυγερινός ή ο Αποσπερίτης, διότι το φως του καθιστούσε τα καραβάνια, που ταξίδευαν νύχτα, ευάλωτα) Μισθ., Φλογ. || Ασμ. Χάραξιν ανατολή, τζιβλάτ'σαν τα πουλιά,
ντου κερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια
(Χάραξε η ανατολή, κελάηδησαν
τα πουλιά, το καραβάνι πέρασε, λάλησαν και τα κοκκόρια)
Μισθ. -Κωστ.Μ.