ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεράσι (ουσ. ουδ.) κεράσ̑' [ceˈraʃ] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ. κεράζ' [ceˈraz] Αξ., Ουλαγ. κ͑εράνdζι [kʰeˈrandzi] Σίλ. κιράσ' [ciˈras] Τροχ. τσ̑εράσι [tʃeˈrasi] Φάρασ. τσεράσ' [tseˈras] Μισθ. Μεσν. ουσ. κεράσι < μεταγν. κεράσιον. Ο τύπ. κερἀζ' αντιδάν. μέσω του τουρκ. kiraz.
1. Κεράσι ό.π.τ. : Nτέ τρώγω μήλα, γιατσ̑ί μοιάζουμ πατισ̑αχιού κοριτσ̑ού τα μισ̑ίρια, νε κεράσ̑α γιατσ̑ί μοιάζουν τα χείλια τ’ (Δεν τρώω μήλα, γιατί μοιάζουν με της κόρης του βασιλιά τα μάγουλα, ούτε κεράσια γιατί μοιάζουν με τα χείλια της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντράνα 'να κεραζιού ντόξα (Δες ένα διπλό κεράσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ταμάαρ τσερασιού ντου τσαλούϊ έχ' τσεράσια (Η δικιά μας κερασιά έχει κεράσια) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχνίσω,
'έν ’μαι κιράσ’ κι να γενώ κι να με φάει κόσμος
( Δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω
Δεν είμαι κεράσι να ωριμάσω για να με φάει ο κόσμος)
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
2. Kερασιά Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : Σου τσεράσ' κουνdά τι σιάνεις; λέ (Στην κερασιά κοντά τι κάνεις; λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.