κεπί
(ουσ. ουδ.)
κεπί
[ceˈpi]
Τελμ.
τσ̑οπί
[tʃoˈpi]
Φάρασ.
τζ̑οπί
[dʒoˈpi]
Φάρασ.
τζ̑οbί
[dʒoˈbi]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. κηπίον, μεσν. κηπίν. Ο τύπ. κεπί και Πόντ., μαρτυρούμενος ήδη σε μεσν. παντιακά έγγρ. (CGMG 27). Ο τύπ. τσοπί ή τζοπί από κεπί (καθώς η προσθίωση του αρκτ. /k/ προϋποθέτει πρόσθιο φωνήεν, με κατοπινή χείλωση [e] > [o] λόγω του ακόλουθου χειλ. όπως π.χ. στο γέμα > γιόμα, γεφύρι > γιοφύρι.
Περιβόλι, κήπος
ό.π.τ.
:
Αύγοστος αμ μει, τα κεπία ρουφούσαν το νερό καλά
(Όταν έμπαινε ο Αύγουστος, τα περιβόλια ρουφούσαν το νερό καλά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αχ! Το κεπί μ’ κάη πάλι!
(Αχ! Το περιβόλι μου ξεράθηκε πάλι!)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Του γονdσ̑ή σου το τσ̑οπί νά 'σ̑ει, το σον ντο τσ̑οπί πάλι 'α νά 'σ̑ει
(Του γείτονά σου ο κήπος αν έχει, και ο δικός σου ο κήπος θα 'χει˙ η ευημερία κάποιου εξαρτάται από την ευημερία των γύρω του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Να μη φραγμώσ' το τσ̑οπί, γ̇ισκαλάκια τζ̑ο τρως
(Αν δεν περιφράξεις τον κήπο σου, κολοκυθάκια δεν τρως˙ πρέπει να είναι κανείς προνοητικός ως προς πιθανές μελλοντικές απειλές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.