κέντημα
(ουσ. ουδ.)
κένdζ̑ημα
[ˈcendʒima]
Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑ένdημα
[ˈtʃendima]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. κέντημα.
Τσίμπημα μέλισσας, κέντρισμα
ό.π.τ.