κεντίρι
(ουσ. ουδ.)
κενdίρι
[cenˈdiri]
Φάρασ.
κενdίρ'
[cenˈdir]
Αραβαν., Φλογ.
κιανdέρ'
[canˈder]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kendir = α) καναβούρι β) διαλεκτ., τριχιά.
2. Xονδρό σχοινί
Αραβαν.
:
Πήρε το γαϊdούρ', έvα αναdζάχ' κι έvα κενdίρ' ράμμα
(Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Σπάγγος
Μισθ.