ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεντίρι (ουσ. ουδ.) κενdίρι [cenˈdiri] Φάρασ. κενdίρ' [cenˈdir] Αραβαν., Φλογ. κιανdέρ' [canˈder] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kendir = α) καναβούρι β) διαλεκτ., τριχιά.
1. Κάνναβη, καναβούρι Φάρασ. Συνών. καναβούρι, τσέτενε
2. Xονδρό σχοινί Αραβαν. : Πήρε το γαϊdούρ', έvα αναdζάχ' κι έvα κενdίρ' ράμμα (Πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Σπάγγος Μισθ.