κέραμα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑έράμα
[ˈtʃerama]
Μισθ.
Από το ρ. κερνώ, όπου και τύπ. τσ̑εράζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κέρασμα
:
Να κύριουσα, να ντα τσ̑εράσου ήdoυν· χάσα, γούλτουσα τσ̑ι ντου τσ̑έραμα
(Αν κέρδιζα, θα τους κέρναγα· έχασα, γλύτωσα και το κέρασμα)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
γατίχι