γατίχι
(ουσ. ουδ.)
γατ͑ίχ̇ι
[ɣaˈtʰixi]
Φάρασ.
γατι̂́χ
[ɣaˈtɯx]
Μισθ.
γατούχ'
[ɣaˈtux]
Μισθ.
κατι̂́χ
[kaˈtɯx]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. katık, όπου και διαλεκτ. τύπ. katıh, gatıh και gatuh = α) φαγητό που συνοδεύεται με ψωμί, προσφάι β) ξυνόγαλα ή γιαούρτι. Πβ. το κοινό ΝΕ κατίκι.
1. Προσφάι
Φάρασ.
2. Φαγητό γενικώς
Μισθ.
:
Τι γατούχ' έχεις σ̑ήμερα;
(Τι φαγητό έχεις σήμερα;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πατάκας γατούχ'
(Πατάτες γιαχνί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το μανdούζ τσ̑όουν το πρώτο μας το γατι̂́χ'
(Το μαντί ήταν το καλύτερό μας φαγητό)
Μισθ.
-VLACH
Γατούχ' ντεν έφαϊς;
(Φαγητό δεν έφαγες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Νισ̑ά καίιξιν ακούμα, 'ντετσ̑ού μαγείριβαν ντα γατούχια τ'νι
(Η φωτιά έκαιγε ακόμα, εκεί μαγείρευαν τα φαγητά τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γεγετσέκια, γεμέκι, ζουμί :3, μάντζα, φάγημα, φαγί :1
3. Kέρασμα
Φλογ.
:
Να το γιομώσ' τα τσόπλε τ' κατι̂́χια, τσερέδια, φαήματα, φουνdούκια
(Να της γεμίσει την τσέπη της κεράσματα, ξηρούς καρπούς, φαγώσιμα, φουντούκια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
κέραμα