ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γατίχι (ουσ. ουδ.) γατ͑ίχ̇ι [ɣaˈtʰixi] Φάρασ. γατι̂́χ' [ɣaˈtɯx] Μισθ. γατι̂χ' [ɣaˈtix] Αξ. γατούχ' [ɣaˈtux] Αξ., Μισθ. κατι̂́χ' [kaˈtɯx] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. katık, όπου και διαλεκτ. τύπ. katıh, gatıh και gatuh = α) φαγητό που συνοδεύεται με ψωμί, προσφάι β) ξυνόγαλα ή γιαούρτι. Πβ. το κοινό ΝΕ κατίκι.
1. Προσφάι Αξ., Φάρασ. : Γατίχ' πήρες 'ντάμα σ'; (Πήρες μαζί σου (στο χωράφι) προσφάι;) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Φαγητό γενικώς Αξ., Μισθ. : Τι γατούχ' έχεις σ̑ήμερα; (Τι φαγητό έχεις σήμερα;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πατάκας γατούχ' (Πατάτες γιαχνί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το μανdούζ τσ̑όουν το πρώτο μας το γατι̂́χ' (Το μαντί ήταν το καλύτερό μας φαγητό) Μισθ. -VLACH Γατούχ' ντεν έφαϊς; (Φαγητό δεν έφαγες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Νισ̑ά καίιξιν ακούμα, 'ντετσ̑ού μαγείριβαν ντα γατούχια τ'νι (Η φωτιά έκαιγε ακόμα, εκεί μαγείρευαν τα φαγητά τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γεγετσέκια, γεμέκι, ζουμί :3, μάντζα, φάγημα, φαγί
3. Kέρασμα Φλογ. : Να το γιομώσ' τα τσόπλε τ' κατι̂́χια, τσερέδια, φαήματα, φουνdούκια (Να της γεμίσει την τσέπη της κεράσματα, ξηρούς καρπούς, φαγώσιμα, φουντούκια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. κέραμα