γάσι
(ουσ. ουδ.)
γάσ̑ι
[ˈɣaʃi]
Φάρασ.
γάσ̑'
[ɣaʃ]
Μισθ.
Πληθ.
γάσ̑α
[ˈɣaʃa]
Αφσάρ., Μισθ.
γασ̑ία
[ɣaˈʃia]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. kaş = φρύδι.
Φρύδι
ό.π.τ.