ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάσι (ουσ. ουδ.) γάσ̑ι [ˈɣaʃi] Φάρασ. γάσ̑' [ɣaʃ] Μισθ. Πληθ. γάσ̑α [ˈɣaʃa] Αφσάρ., Μισθ. γασ̑ία [ɣaˈʃia] Κίσκ. Από το τουρκ. ουσ. kaş = φρύδι.
Φρύδι ό.π.τ. Συνών. κιπρίκι :3, φρύδι
Τροποποιήθηκε: 18/10/2024