γατιχλούς
(επίθ.)
γατ͑ιχλούς
[ɣatʰiˈxlus]
Φάρασ.
γατουχλούς
[ɣatuˈxlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. katıklı = α) αυτός που περιέχει κατίκι β) διαλεκτ., είδος σούπας με γιαούρτι και πλιγούρι γ) ανάμεικτος.
1. Ως επίθ., ανάμεικτος
2. Ως ουσ., στραγγισμένο γιαούρτι με πλιγούρι