ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γατιχλούς (επίθ.) γατ͑ιχλούς [ɣatʰiˈxlus] Φάρασ. γατουχλούς [ɣatuˈxlus] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. katıklı = α) αυτός που περιέχει κατίκι β) διαλεκτ., είδος σούπας με γιαούρτι και πλιγούρι γ) ανάμεικτος.
1. Ως επίθ., ανάμεικτος
2. Ως ουσ., στραγγισμένο γιαούρτι με πλιγούρι