γασαλντίζω
(ρ.)
γασαλντίζου
[ɣasalˈdizu]
Μισθ.
Πιθ. από τον αόρ. του τουρ. ρ. yazılmak, παθ. του ρ. yazmak = α) γράφω β) εγγράφω γ) καλλωπίζω (το πρόσωπο της νύφης).
Στολίζομαι, φτιάχνομαι
Συνών.
σουσλεντίζω