γαρτλαντίζω
(ρ.)
γαρτλανdίζου
[ɣartlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
γαρτλάνd'σα
[ɣartˈlandsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kartlanmak = α) γερνάω, χάνω την φρεσκάδα μου β) διαλεκτ. σπάω, ραγίζω.
Για φυτό, ολοκληρώνω τον παραγωγικό μου κύκλο, ξεσποριάζω