γαρτλαμούς
(επίθ.)
γαρτλαμούς̑
[ɣartlaˈmuʃ]
Μισθ.
Από τον τύπ. μτχ. kartlanmış του τουρκ. ρ. kartlanmak = α) γερνάω β) χάνω την φρεσκάδα μου (Redhouse).
1. Ξεσποριασμένος
2. Ως ουσ., γεροντοπαλλήκαρο
:
'πόμι γαρτλαμούς̑
(Έμεινε γεροντοπαλλήκαρο)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
καλμούσι, κιουτούκι
Τροποποιήθηκε: 04/03/2025