γατιαίνω
(ρ.)
γατι-αίνω
[ɣatiˈeno]
Φάρασ.
γατι-έου
[ɣatiˈeu]
Φάρασ.
'ατι-έγω
[atiˈeɣo]
Φάρασ.
γκατεύω
[gaˈtevo]
Φάρασ.
γατι-έζω
[ɣatiˈezo]
Φάρασ.
γκατι-έζω
[gatiˈezo]
Φάρασ.
Παρατατ.
γατι-ένκα
[ɣatiˈenka]
Φάρασ.
Αόρ.
γατι-έσα
[ɣatiˈesa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
'ατι-έσα
[atiˈesa]
Φάρασ.
γκατι-έσα
[gatiˈesa]
Φάρασ.
κατι-έσα
[katiˈesa]
Φάρασ.
Παθ.
γατι-αίνουμαι
[ɣatiˈenume]
Φάρασ.
Μτχ.
γατιεμένους
[ɣatieˈmenus]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Η λ. και Πόντ. με τους τύπ. γατεύω και χατεύω. Κατά τον Παπαδόπουλο (1958-1961: λ. γατεύω) από το τουρκ. ρ. katmak = α) προσθέτω β) αναμειγνύω γ) βάζω ζώα να ζευγαρώσουν δ) πηγαίνω μπροστά, εικασία απίθανη λόγω ασυμβατότητας σημασιών. Εσφαλμένη η πρόταση του Αναστασιάδη (1980: 106) από το τουρκ. ρ. kovmak = διώχνω.
1. Διώχνω
ό.π.τ.
:
Η σ̑ι-ώνα ήτουν γισάνι, τζ̑ο δώdζ̑εν ψωμί· γατι-έσεν ντα
(Η χελώνα ήταν τσιγγούνα, δεν του έδωσε ψωμί· τον έδιωξε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γατι-έσαμέν ντα τζ̑αι έφυαν
(Τους διώξαμε και έφυγαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γατι-έσ' τα
(Διώξ' το)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Γατι-έζω σε 'σ' το θύρι, έρτσ̑εσαι 'σ' την γκάπνη· γατι-έζω σε 'σ' την γκάπνη, έρτσ̑εσαι 'σ' το θύρι
(Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο· σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα˙ για ανθρώπους φορτικούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ήρταν ντα τ͑αζά να γατι-έσουν ντα παλα̈́
(Ήρθαν τα καινούργια να διώξουν τα παλιά˙ ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Παλό χρόνος, Χριστιανοί, δεβαίνει, έρτσεται ο ταζός τσ̑αι τα γατι-αίνει
(Ο παλιός χρόνος Χριστιανοί παρέρχεται, έρχεται ο καινούργιος και τον διώχνει (κάλαντα πρωτοχρονιάς))
Φάρασ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
γιολαντίζω :3, κατακωλώ, κοβαλαντίζω, νταγιτίζω, σαβντιρντίζω :1
2. Κυνηγώ, καταδιώκω
ό.π.τ.
:
Α τζ̑υνοάρ' γκατι-έσε αν 'αγός
(Ένας αετός κυνήγησε έναν λαγό)
Φάρασ.
-Dawk.
'α νάρτει ο Άιος μο τη σαγίττα του, 'α γατι-έσει τις δεβόλοι
(Θα έρθει ο Άγιος με το τόξο του, να κυνηγήσει τους διαβόλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
κατακωλώ, κοβαλαντίζω, κυνηγώ, κωλώ