ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάτσα (επίρρ.) γάτσ̑α [ˈɣatʃa] Μισθ. Επίρρ. από το τουρκ. ρ. kaçmak = α) δραπετεύω, λιποτακτώ β) διαφεύγω γ) τρέχω γρήγορα. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη.
Επαναλαμβανόμενο, γρήγορα : Γάτσα γάτσα σηκώιν ήρτιν (Γρήγορα γρήγορα σηκώθηκε κι ήρθε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αψά, αψούτσικα :1, μπέρκια, ταρνά, τσαμπούκτσανα