γάτσα
(επίρρ.)
γάτσ̑α
[ˈɣatʃa]
Μισθ.
Επίρρ. από το τουρκ. ρ. kaçmak = α) δραπετεύω, λιποτακτώ β) διαφεύγω γ) τρέχω γρήγορα. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη.
Επαναλαμβανόμενο, γρήγορα
:
Γάτσα γάτσα σηκώιν ήρτιν
(Γρήγορα γρήγορα σηκώθηκε κι ήρθε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αψά, αψούτσικα :1, μπέρκια, ταρνά, τσαμπούκτσανα