ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψούτσικα (επίρρ.) αψούτσικα [aˈpsutsika] Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. αψούτσ̑ικα [aˈpsutʃika] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ. αψούσ̑κα [aˈpsuʃka] Αξ. αψούτσικας [aˈpsutsikas] Μισθ. αψύτσικα [aˈpsitsika] Φερτάκ. αψύσ̑'κα [aˈpsiʃka] Αραβαν. αψάτσικα [aˈpsatsika] Ουλαγ. Από το επίρρ. αψά και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος. Ο τύπ. αψύτσικα αναλογ. κατά τον τύπ. αψύς του αντιστοίχου επιθ. Ο τύπ. αψάτσικα αναλογ. κατά το απλό επιρρ. αψά.
1. Γρήγορα, ταχέως ό.π.τ. : Αψάτσικα άμε γκαι έλα (Γρήγορα πήγαινε και έλα πίσω) Ουλαγ. -Κεσ. Αψούτσικα σύφταϊς (Πολύ γρήγορα ήρθες) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Αν γκλάνεις, το βρώμοζ του αψούσ̑κα ακούγεται (Αν κλάνεις, η βρώμα του γρήγορα γίνεται αισθητή˙ τα παραπτώματα γρήγορα γίνονται γνωστά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Άνοιξε, μάνα μ', άνοιξε αψούτσικα τη θύρα (Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε γρήγορα την πόρτα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αψά, μπέρκια, ταρνά, τσαμπούκτσανα
2. Αμέσως ό.π.τ. : Βασ̑ιλιός αψούσ̑'κα αγκνάντ'σεν ντo το μεσελέ, φάκατ μποίκεν σάbουρ' (Ο βασιλιάς αμέσως την κατάλαβε την υπόθεση, αλλά έκανε υπομονή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αψύσ̑'κα σηκώρα, έτρεξα στο πεγάρ' κονdά (Αμέσως σηκώθηκα, έτρεξα κοντά στην πηγή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο χ̇ιζμεκέρ αψάτσικα κοιμήε (Η υπηρέτρια κοιμήθηκε αμέσως) Ουλαγ. -Κεσ. || Ασμ. Ανακουμbώθη αψούτσ̑ικα, καμάρωσε και ζώσθη
Σαν το περδίκι πλουμισμέν' παίζει και καταβαίνει
(Ανασκουμπώθηκε αμέσως, καμάρωσε και ζώστηκε
Σαν την πέρδικα πλουμισμένη παίζει και κατεβαίνει )
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Συνών. άνιντε, αρέ, αψά, αψουτσικανάς, χάρπανταν, χεμέν