αψούτσικα
(επίρρ.)
αψούτσικα
[aˈpsutsika]
Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
αψούτσ̑ικα
[aˈpsutʃika]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ.
αψούσ̑κα
[aˈpsuʃka]
Αξ.
αψούτσικας
[aˈpsutsikas]
Μισθ.
αψύτσικα
[aˈpsitsika]
Φερτάκ.
αψύσ̑'κα
[aˈpsiʃka]
Αραβαν.
αψάτσικα
[aˈpsatsika]
Ουλαγ.
Από το επίρρ. αψά και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος. Ο τύπ. αψύτσικα αναλογ. κατά τον τύπ. αψύς του αντιστοίχου επιθ. Ο τύπ. αψάτσικα αναλογ. κατά το απλό επιρρ. αψά.
1. Γρήγορα, ταχέως
ό.π.τ.
:
Αψάτσικα άμε γκαι έλα
(Γρήγορα πήγαινε και έλα πίσω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αψούτσικα σύφταϊς
(Πολύ γρήγορα ήρθες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Αν γκλάνεις, το βρώμοζ του αψούσ̑κα ακούγεται
(Αν κλάνεις, η βρώμα του γρήγορα γίνεται αισθητή˙ τα παραπτώματα γρήγορα γίνονται γνωστά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Άνοιξε, μάνα μ', άνοιξε αψούτσικα τη θύρα
(Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε γρήγορα την πόρτα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αψά, μπέρκια, ταρνά, τσαμπούκτσανα
2. Αμέσως
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιός αψούσ̑'κα αγκνάντ'σεν ντo το μεσελέ, φάκατ μποίκεν σάbουρ'
(Ο βασιλιάς αμέσως την κατάλαβε την υπόθεση, αλλά έκανε υπομονή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αψύσ̑'κα σηκώρα, έτρεξα στο πεγάρ' κονdά
(Αμέσως σηκώθηκα, έτρεξα κοντά στην πηγή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντο χ̇ιζμεκέρ αψάτσικα κοιμήε
(Η υπηρέτρια κοιμήθηκε αμέσως)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Ασμ.
Ανακουμbώθη αψούτσ̑ικα, καμάρωσε και ζώσθη
Σαν το περδίκι πλουμισμέν' παίζει και καταβαίνει (Ανασκουμπώθηκε αμέσως, καμάρωσε και ζώστηκε
Σαν την πέρδικα πλουμισμένη παίζει και κατεβαίνει ) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. άνιντε, αρέ, αψά, αψουτσικανάς, χάρπανταν, χεμέν
Σαν το περδίκι πλουμισμέν' παίζει και καταβαίνει (Ανασκουμπώθηκε αμέσως, καμάρωσε και ζώστηκε
Σαν την πέρδικα πλουμισμένη παίζει και κατεβαίνει ) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. άνιντε, αρέ, αψά, αψουτσικανάς, χάρπανταν, χεμέν