αψουτσικανάς
(επίρρ.)
αψουτσ̑ικανάς
[apsutʃikaˈnas]
Σίλ.
αψούτσ̑ικανας
[aˈpsutʃikanas]
Σίλ.
αψούσ̑κανας
[aˈpsuʃkanas]
Σίλ.
Από το επίρρ. αψούτσικα, το παραγωγ. επίθμ. σχηματιστικού επιθέτων -νος /επιρρημάτων -να και τελικό -ς αναλογ. κατά άλλα επιρρ. (π.χ. τότε-τότες). Για τον σχηματ. πβ. ύστερα-υστεριανάς.