ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψουτσικανάς (επίρρ.) αψουτσ̑ικανάς [apsutʃikaˈnas] Σίλ. αψούτσ̑ικανας [aˈpsutʃikanas] Σίλ. αψούσ̑κανας [aˈpsuʃkanas] Σίλ. Από το επίρρ. αψούτσικα, το παραγωγ. επίθμ. σχηματιστικού επιθέτων -νος /επιρρημάτων -να και τελικό αναλογ. κατά άλλα επιρρ. (π.χ. τότε-τότες). Για τον σχηματ. πβ. ύστερα-υστεριανάς.
Αμέσως : Αψουτσ̑ικανάς 'υρίζιτι να φέρει νταdί (Αμέσως γυρίζει πίσω να φέρει δαδί) Σίλ. -Dawk. Τούτους αψουτσ̑ικανάς φτσ̑άνει τσ̑η καλά (Ετούτος αμέσως την κάνει καλά) Σίλ. -Dawk.JHS Συνών. άνιντε, αρέ, αψά, αψούτσικα :2, χάρπανταν, χεμέν