ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψήφιστος (επίθ.) αψήφιστος [aˈpsifistos] Σινασσ. αψ̑ήφιστο [aˈpʃifisto] Αραβαν. αψήφητου [aˈpsifitu] Μαλακ. Αρχ. επίθ. ἀψήφιστος. Ο τύπ. αψήφητου αναλογ. κατά τα ρ. σε -ώ.
1. Aμέτρητος ό.π.τ. : || Φρ. Ο Θεός να σε δώκ' απλέρουτα κι αψήφητα (Ο Θεός να σου δώσει ατέλειωτα κι αμέτρητα˙ ευχή για πλούτη) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Ασμ. Αμέτρητα τα ξέβαλε κι αψήφιστα τα δώκε (Τα έβγαλε χωρίς να τα μετρήσει και τα έδωσε χωρίς να τα υπολογίσει) Σινασσ. -Lag. Συνών. άσωστος
2. Αστόχαστος Αραβαν.