αψήφιστος
(επίθ.)
αψήφιστος
[aˈpsifistos]
Σινασσ.
αψ̑ήφιστο
[aˈpʃifisto]
Αραβαν.
αψήφητου
[aˈpsifitu]
Μαλακ.
Αρχ. επίθ. ἀψήφιστος. Ο τύπ. αψήφητου αναλογ. κατά τα ρ. σε -ώ.
1. Aμέτρητος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ο Θεός να σε δώκ' απλέρουτα κι αψήφητα
(Ο Θεός να σου δώσει ατέλειωτα κι αμέτρητα˙ ευχή για πλούτη)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Ασμ.
Αμέτρητα τα ξέβαλε κι αψήφιστα τα δώκε
(Τα έβγαλε χωρίς να τα μετρήσει και τα έδωσε χωρίς να τα υπολογίσει)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
άσωστος
2. Αστόχαστος
Αραβαν.