αψαργάς
(επίρρ.)
αψαργάς
[apsarˈɣas]
Σινασσ.
Από το νεότ. επίρρ. ὀψαργάς, το οπ. από το αρχ. επίρρ. ὀψὲ και το μεσν. επίρρ. ἀργά με την προσθήκη του -ς αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ς. Πβ. αργά, όπου και τύπ. αργάς.