αψουλαντώ
(ρ.)
αψ̑ουλαντώ
[apʃulaˈdo]
Σίλ.
αψουλατώ
[apsulaˈto]
Ανακ.
Αόρ.
εψιλέτ'σα
[epsiˈletsa]
Σίλ.
Από το επιφων. αψού (< τουρκ. hapşu) κατά τις τουρκ. ρηματ. δομές σε -lamak. Πβ. και τουρκ. ρ. hapşırmak = φτερνίζομαι.
Φτερνίζομαι, κάνω αψού!
ό.π.τ.
:
Εψ̑ιλέτ’σα τρεις φορές
(Φτερνίστηκα τρεις φορές)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
φταρνίζομαι