ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψουλαντώ (ρ.) αψ̑ουλαντώ [apʃulaˈdo] Σίλ. αψουλατώ [apsulaˈto] Ανακ. Αόρ. εψιλέτ'σα [epsiˈletsa] Σίλ. Από το επιφων. αψού (< τουρκ. hapşu) κατά τις τουρκ. ρηματ. δομές σε -lamak. Πβ. και τουρκ. ρ. hapşırmak = φτερνίζομαι.
Φτερνίζομαι, κάνω αψού! ό.π.τ. : Εψ̑ιλέτ’σα τρεις φορές (Φτερνίστηκα τρεις φορές) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. φταρνίζομαι