αχυρώνα
(ουσ. θηλ.)
αχυριώνα
[açiˈrʝona]
Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ.
α’υριώνα
[aiˈrʝona]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
ασ̑υριώνα
[aʃiˈrʝona]
Ανακ., Σινασσ., Φερτάκ.
αχεριώνα
[açeˈrjona]
Αραβαν., Τζαλ.
αεριώνα
[aeˈrʝona]
Μισθ.
αχιοριώνα
[açoˈrʝona]
Σινασσ.
ασ̑ουρα̈́να
[aʃuˈræna]
Αφσάρ.
ασ̑ουρένα
[aʃuˈrena]
Φκόσ.
αχερώνα
[açeˈrona]
Τσουχούρ.
ασ̑ερώνα
[aʃeˈrona]
Σατ.
εχυριώνα
[eçiˈrʝona]
Φλογ.
ναχυριώνα
[naçiˈrʝona]
Μισθ., Φλογ.
νεχυριώνια
[neçiˈrʝona]
Μισθ.
νεγυριώνα
[neʝiˈrʝona]
Αξ.
νε'υριώνα
[neiˈrʝona]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀχυρών. Η τροπή κατά το θηλ. ήδη μεσν. O τύπ. αχιοριώνα με υποχωρ. αφομ. Ο τύπ. ασουρ- από τον τύπ. άσ̑ουρο της λ. άχυρο. Οι τύπ. με [e] αντί [a] λόγω αφομ. κατά τα τουρκ. πρότυπα αρμονίας. Oι τύπ. με αρκτ. ν- λόγω συνεκφοράς με το άρθρ. Ο τύπ. αχεριώνα νεότ.
Αχυρώνας, τόπος όπου αποθηκεύονται τα άχυρα
ό.π.τ.
:
Nεϋριώνα τ͑ύρα
(Η πόρτα του αχυρώνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
To χορτάρι έννα μπαστεί σην ασ̑ουρα̈́να
(Το χορτάρι πρέπει να εναποτεθεί στον αχυρώνα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Μάιξαμ' ντ' άχυρου 'ς ναχυριώνα απέσ'
(Μαζέψαμε το άχυρο μέσα στον αχυρώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Η ναίκα έμπην 'πέσου σην ασ̑ερώνα
(Η γυναίκα μπήκε μέσα στον αχυρώνα)
Σατ.
-Παπαδ.
Είχαμι 'α μέγα αχερώνα
(Είχαμε έναν μεγάλο αχυρώνα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ένας με το ατγι̂́ κούνdεινεν το άρχυο μέσα στην α’υριώνα
(Ένας με το ατκί έσμπρωχνε τα άχυρα μέσα στον αχυρώνα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Τ' π'σίκα όπου να πάγ', 'ζ νεγυριώνα να φύγ'
(Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει˙ για αναπόφευκτες καταστάσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
σάμαννικ