ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάμαννικ (ουσ.) σάμαν-νι̂κ [ˈsamannɯk ] Ουλαγ. σάμαν-νι̂χ [ˈsamannɯx] Αραβαν. σάμανι̂χ [ˈsamanɯx] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. samanlık = α) αχυρώνας β) χορταποθήκη, όπου και διαλεκτ. τύπ. samannık.
Αχυρώνας Συνών. αχυρώνα
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025