σάμαννικ
(ουσ.)
σάμαν-νι̂κ
[ˈsamannɯk ]
Ουλαγ.
σάμαν-νι̂χ
[ˈsamannɯx]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. samanlık = α) αχυρώνας β) χορταποθήκη, όπου και διαλεκτ. τύπ. samannık.
Αχυρώνας
Συνών.
αχυρώνα