σαματάς ( ουσ.
)
σαματάς
[samaˈtas]
Μισθ.
σ̑αματ͑άς
[ʃaˈmaˈtʰas]
Φάρασ.
σ̑αματά
[ʃamaˈta]
Μαλακ.
...
σαματερός
(επίθ.)
σαματιρό
[samatiˈro]
Τσαρικ.
Από το ουσ. σήμα (θ. σηματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ερός. Για τη σημ. πβ. λ. σημάδι.
Ευνοϊκός
:
Καχαρή Ντευτέρα σαματηρό μέρα 'ναι για το τσ̑ουκρούχ'
(Η Καθαρά Δευτέρα είναι ευνοϊκή μέρα για να ξεκινήσει κάποια να υφαίνε)
Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.