ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαματερός (επίθ.) σαματιρό [samatiˈro] Τσαρικ. Από το ουσ. σήμα (θ. σηματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ερός. Για τη σημ. πβ. λ. σημάδι.
Ευνοϊκός : Καχαρή Ντευτέρα σαματηρό μέρα 'ναι για το τσ̑ουκρούχ' (Η Καθαρά Δευτέρα είναι ευνοϊκή μέρα για να ξεκινήσει κάποια να υφαίνε) Τσαρικ. -Κωστ.Μ.