ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμντάνι (ουσ. ουδ.) σ̑αμντάν' [ʃam'dan] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ. σαμντάλ' [samˈdal'] Μισθ. σαμτάν' [samˈtan] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. σαμντάνι (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 4.3.285 «Καὶ κανδηλέρια ἀπὸ ἕξ, σαμντάνια μεγάλα, τὰ δύο μεγαλύτερα καὶ δεύτερα τὰ ἄλλα»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şamdan = κηροπήγιο. Η λ. ήδη μεσν. με τον τύπ. σαμουντάνιν.
Κηροπήγιο ό.π.τ. : Τα σ̑αμντάνια τις τ' άλλαξε; (Τα κηροπήγια ποιος τα άλλαξε;) Ουλαγ. -Dawk. Ἠψαμ και το οdζάχ', ήψαμ' και το σαμτάν' (Ανάψαμε το τζάκι, ανάψαμε και το κηροπήγιο) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Μπρούντζινα σαμντάνια (Μπρούντζινα κηροπήγια˙ Ειρων., ξανθοί άνδρες ή γυναίκες) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333