σαμούρι
(ουσ.)
σαμούρ'
[saˈmur]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. σαμούρι(ν) για την σημ. 1, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. samur (< περσ. /αραβ. sammūr) = ζιμπελίνα.
1. Ζιμπελίνα
2. Είδος κάστορα