σαμούρι
(ουσ.)
σαμούρ'
[saˈmur]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. σαμούριν, το οπ. από το παλ. τουρκ. (< περσ.) ουσ. samur = ζιμπελίνα.
1. Ζιμπελίνα
2. Είδος κάστορα
Τροποποιήθηκε: 25/07/2025