σαμπάχλαγι
(επίρρ.)
σαπάχλαγι
[sapaˈxlaʝi]
Αξ.
ζαbάχλαϊ
[zaˈbaxlaɯ]
Φλογ.
σαbάχλαΙ
[sabaxlaɯ]
Φλογ.
Από το τουρκ. sabahleyin, όπου και διαλεκτ. τύπ. zabahleyin = το πρωί.
Το πρωί, κατά την πρωινή ώρα
ό.π.τ.