ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπάχλαγι (επίρρ.) σαbάχλαï [sabaˈxlai] Τροχ. σαπάχλαγι [sapaˈxlaʝi] Αξ. ζαbάχλαϊ [zaˈbaxlaɯ] Φλογ. σαbάχλαΙ [sabaxlaɯ] Φλογ. Από το τουρκ. sabahleyin, όπου και διαλεκτ. τύπ. zabahleyin = το πρωί.
(Αύριο) το πρωί, κατά την πρωινή ώρα ό.π.τ. : ’γώ σαbάχλαϊ να σφάξω δύο κοϊκόνογια (Αύριο το πρωί εγώ θα σφάξω δύο πετεινούς) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555