σαμπάχλαγι
(επίρρ.)
σαbάχλαï
[sabaˈxlai]
Τροχ.
σαπάχλαγι
[sapaˈxlaʝi]
Αξ.
ζαbάχλαϊ
[zaˈbaxlaɯ]
Φλογ.
σαbάχλαΙ
[sabaxlaɯ]
Φλογ.
Από το τουρκ. sabahleyin, όπου και διαλεκτ. τύπ. zabahleyin = το πρωί.
(Αύριο) το πρωί, κατά την πρωινή ώρα
ό.π.τ.
:
’γώ σαbάχλαϊ να σφάξω δύο κοϊκόνογια
(Αύριο το πρωί εγώ θα σφάξω δύο πετεινούς)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555