ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμάχ (ουσ. ουδ.) σ̑αμάχ [ʃaˈmax] Τροχ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şamak = λακκούβα με νερό σε καλαμιώνα (THADS, λ. şamak III).
Τεχνητό βαθούλωμα του εδάφους, έτσι ώστε κατά την άρδευση να μπορέσει να διοχετευτεί το νερό από το κανάλι προς τα χωράφια : Ισ̑ιώνουμ’ το χώμα, σ̑άνουμ’ λίγο σ̑αμάχ κι ύστερα παίρ’ το νερό και παίν’ (Ισιώνουμε το χώμα, φτιάχνουμε ένα βαθούλωμα κι ύστερα αρχίζει να περνά το νερό) -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γκιόλι :3
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025