σαμάρ
(ουσ.)
σαμάρ
[saˈmar]
Γούρδ.
σ̑αμάρ
[ʃaˈmar]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. şamar = σφαλιάρα. Πβ. νεότ. ουσ. σιαμάρι (Mackridge 2021: 140).
Σφαλιάρα, χαστούκι