ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμαριά (ουσ. θηλ.) σαμαριά [samaˈrʝa] Δίλ., Μισθ., Ποτάμ. σ̑αμαριά [ʃamaˈrʝa] Μισθ., Φλογ. Από το ουσ. σαμάρ και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
1. Παλάμη Μισθ. : Μι τ’ σ̑αμαριά κρούγου σ’ μιά (Με την παλάμη σου δίνω μιά) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Συνεκδ., χαστούκι ό.π.τ. : Δίνουν το σαμαριές (Του δίνουν χαστούκια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322 Γούλτουσαν τα σαμαριές (Γλύτωσαν τα χαστούκια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Φάισεν κι εμάς από τέσσερα σ̑αμαριές, χάιτε λέ, αμέτ' σα σπίτια σας (Μας έρριξε κι εμάς από τέσσερα χαστούκια, άντε λέει, πηγαίντε στα σπίτια σας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812