σαμαριάζω
(ρ.)
σαμαριάζω
[samaˈrʝazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. σαμαριά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025