σάμγελης
(ουσ. αρσ.)
σάμγελης
[ˈsamʝelis]
Δίλ.
σάμγελη
[ˈsamʝeli]
Τζαλ.
σάμελι
[ˈsameli]
Μαλακ.
σαχγέλης
[ˈsanʝelis]
Σατ.
Από το τουρκ. ουσ. sam yeli = άνεμος της ερήμου, ο σιμούν (sam = λίβας + yel = άνεμος).
Νότιος άνεμος, λίβας
ό.π.τ.
Συνών.
σαμ, Πβ.
καμπάγαλης